τανύπρωρος

τανύπρωρος
-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει μεγάλη πλώρη
2. (κατά τον Ησύχ.) «τανυπρῴρους
τὰς καλύπτρας διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτετάσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + -πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. καλλί-πρῳρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανυπρώρους — τανύπρωρος with long prow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”